- επαργυρώνω
- (Α ἐπαργυρῶ, -όω)καλύπτω με στρώμα αργύρου, ασημώνω, ασημοκαπνίζωαρχ.(μτφ. για δείπνο) κοστίζω πολλά χρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαργυρώνω — επαργυρώνω, επαργύρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επαργυρώνω — επαργύρωσα, επαργυρώθηκα, επαργυρωμένος, μτβ., καλύπτω με ασήμι μεταλλικό αντικείμενο ή σκεύος, ασημώνω, ασημοκαπνίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασημοκαπνίζω — επαργυρώνω, καλύπτω (σκεύος, κόσμημα ή όπλο) με λεπτή επίστρωση αργύρου … Dictionary of Greek
αργυρώνω — (AM ἀργυρῶ όω) επαργυρώνω αρχ. ( ούμαι) (για πρόσωπα) ανταμείβομαι με άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος. ΠΑΡ. αργύρωμα. ΣΥΝΘ. εξαργυρώνω ( ώ), επαργυρώνω ( ώ) αρχ. διαργυρώ, εναργυρώ, καταργυρώ, υπαργυρώ αρχ. μσν. περιαργυρώ νεοελλ. επαργυρώνω] … Dictionary of Greek
ασημώνω — [ασήμι] 1. κάνω επένδυση με ασημένια ελάσματα («ασημώνω την εικόνα», «ασημώνω το θηκάρι») 2. επαργυρώνω, ασημοκαπνίζω («ασημώνω το καντήλι ή το ρολόι») 3. δίνω ασημένιο χρώμα, κάνω κάτι να φαίνεται σαν από ασήμι («το φως του φεγγαριού ασήμωνε τη… … Dictionary of Greek
εναργυρώ — ἐναργυρῶ ( όω) (Α) περιβάλλω, περικαλύπτω με άργυρο, επαργυρώνω, ασημώνω … Dictionary of Greek
επαργυρωτικός — ή, ό [επαργυρώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαργύρωση («επαργυρωτική μέθοδος») … Dictionary of Greek
επαργύρωση — η 1. επικάλυψη μεταλλικού αντικειμένου με ασήμι 2. το ασημένιο επίστρωμα («αποτρίβω την επαργύρωοη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επαργυρώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επαργύρωσις μαρτυρείται από το 1877 στον Κυριάκο Δ. Μυλωνά] … Dictionary of Greek
επιβάπτω — ἐπιβάπτω (Α) [βάπτω] 1. βυθίζω, βουτώ 2. βάφω 3. βυρσοδεψώ 4. επιχρυσώνω ή επαργυρώνω … Dictionary of Greek
καταργυρώ — καταργυρῶ, όω (Α) [κατάργυρος] 1. καλύπτω με άργυρο, επαργυρώνω («τὴν ἔνδοθεν ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην», Διόδ.) 2. αγοράζω ή δωροδοκώ με αργύριο … Dictionary of Greek